Η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει μια ισχυρή ανάκαμψη το τρέχον έτος, η οποία ωστόσο δεν θα επαρκεί για να επαναφέρει την οικονομική δραστηριότητα στο επίπεδο του 2019, αφού θα υπολείπεται κατά 3 δισ. ευρώ, τονίζει στο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το οποίο σήμερα έδωσε στη δημοσιότητα την Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία και απασχόληση για το 2021.
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά ότι θα θολώσει η διατηρησιμότητα της δυναμικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022. Η αρνητική εξέλιξη του 4ου κύματος της πανδημίας Covid-19 σε συνδυασμό με τις αρνητικές επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών ενεργοποιούν αντίρροπες δυνάμεις στην επέκταση της εγχώριας ζήτησης, και μέσω αυτής στην οικονομική δραστηριότητα.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021, όπως αποτυπώνεται στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (αύξηση πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος [ΑΕΠ] κατά 7,1%), δεν επαρκεί για να επαναφέρει την οικονομική δραστηριότητα στο επίπεδο του 2019, αφού θα υπολείπεται κατά 3 δισ. ευρώ. Παρά τις θετικές προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης το 2022, το αναπτυξιακό κενό μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης εξακολουθεί να είναι τεράστιο. Το δεδομένο αυτό απαιτεί σύνεση και όχι επικοινωνιακό ενθουσιασμό στην αξιολόγηση των τριμηνιαίων μεταβολών του ΑΕΠ.
Αύξηση αποταμιεύσεων νοικοκυριών αλλά ανομοιογενής
Από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης έως το α’ τρίμηνο του 2021 οι αποταμιεύσεις του συνόλου των νοικοκυριών παρουσίασαν σταθερή αύξηση λόγω προληπτικής διακράτησης ρευστότητας, περιορισμένων καταναλωτικών επιλογών εξαιτίας lockdown και ενίσχυσης των εισοδημάτων μέσω επιδομάτων. Ωστόσο, η αύξηση αυτή είναι ανομοιογενής, αφού το 63% των νοικοκυριών είτε δεν μπορεί να αποταμιεύσει είτε βρίσκεται στην ανάγκη δανεισμού.
Η προοπτική αξιοποίησης των υψηλότερων αποταμιεύσεων στην κατανάλωση αφορά κυρίως τη συμπεριφορά των νοικοκυριών στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, που έχουν χαμηλότερη ροπή προς κατανάλωση. Τα φτωχά νοικοκυριά δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις για να τις χρησιμοποιήσουν για την περαιτέρω αύξηση της καταναλωτικής τους δαπάνης. Η δυναμική της κατανάλωσης θα εξαρτηθεί από: α) την εξέλιξη της απασχόλησης και των αμοιβών, β) το εάν οι αυξημένες αποταμιεύσεις γίνουν προληπτική προτίμηση ρευστότητας για την αποπληρωμή χρηματοπιστωτικών και άλλων υποχρεώσεων των νοικοκυριών λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, γ) το μέγεθος της διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας.
Το 2020 η Ελλάδα εξακολουθούσε και έχει μακράν τα υψηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην ΕΕ (σχεδόν ένα στα τέσσερα δάνεια ήταν μη εξυπηρετούμενο). Το α’ τρίμηνο του 2021 αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των μικρομεσαίων, των μικρών και των ατομικών επιχειρήσεων, ενώ των μεγάλων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα βρίσκεται εγκλωβισμένο σε παγίδα αφερεγγυότητας, ρευστότητας και χαμηλής ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του.
Εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον, υψηλό έλλειμμα Ελλάδας
Παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ τους πρώτους έξι μήνες του έτους, το εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον και οι μεγάλες ανισορροπίες βασικών ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης έχουν αυξήσει το ρίσκο φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου, δημιουργώντας προβληματισμό για τις προοπτικές βιώσιμης σταθεροποίησης του μακρο-χρηματοπιστωτικού συστήματος της οικονομίας, δεδομένης μάλιστα και της υψηλής εξάρτησής της από τις έκτακτες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Η Ελλάδα, έχοντας εμφανίσει το 2020 το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ σε όρους ΑΕΠ, αναμένεται και φέτος να καταγράψει ένα από τα υψηλότερα ελλείμματα∙ συγκεκριμένα, το δεύτερο υψηλότερο μετά τη Μάλτα. Επίσης, η Ελλάδα είναι και η χώρα που σημείωσε το 2020 τη μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού του δημόσιου χρέους (+25,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2019).
Το δημοσιονομικό σοκ της πανδημικής κρίσης επηρέασε τον βαθμό φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο το 2020 υποβαθμίστηκε στο μη αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό καθεστώς ultra-Ponzi. Στο ίδιο καθεστώς αναμένεται να διατηρηθεί και φέτος. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα του Δημοσίου να ικανοποιεί μέσω ροών πρωτογενούς ρευστότητας τις υποχρεώσεις του για πληρωμές τόκων, προκαλώντας έτσι αυξητικές πιέσεις στις δανειακές του ανάγκες και πιθανά στον όγκο του χρέους του.
Αν και το αποθεματικό ρευστότητας του ελληνικού Δημοσίου αποκλιμακώνει τις αρνητικές προσδοκίες φερεγγυότητας, το πιστωτικό ρίσκο της χώρας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και της απασχόλησης, την επίπτωση του πληθωρισμού στο δημοσιονομικό και μακρο-χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας και από τις επικείμενες αποφάσεις νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ.
Ενίσχυση διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών
Παρά τις πρόσφατες παρεμβάσεις στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος, το νέο πανδημικό κύμα, η αυξημένη αβεβαιότητα για τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων και για τις επιπτώσεις τους, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές έως τώρα συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας, καθιστούν αναγκαία τη λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Συμβολή στη μακρο-χρηματοπιστωτική σταθερότητα της οικονομίας θα είχε επίσης και η άμεση αναπροσαρμογή βασικών όρων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που ρυθμίζουν το εισόδημα των εργαζομένων, ειδικά σε κλάδους οι οποίοι εμφανίζουν αύξηση αποταμίευσης ή/και αναμένεται να αποκομίσουν οφέλη από την αύξηση της τιμής των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών τους.
Η ακρίβεια μειώνει σημαντικά την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού
Η Ελλάδα διατηρεί από τις υψηλότερες θέσεις στην ΕΕ όσον αφορά την τιμή ανά λίτρο της αμόλυβδης και του πετρελαίου θέρμανσης, λόγω μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία φτάνει το 60%. Η αύξηση της τιμής της ενέργειας δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο που πρέπει να αξιοποιηθεί για να προστατευτεί το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.
Το κύμα ακρίβειας έρχεται να επιδεινώσει την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Πριν από την αύξηση των τιμών περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά στην Ελλάδα δυσκολευόταν να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, γεγονός που ως προς τον σχετικό δείκτη κατατάσσει τη χώρα στη χειρότερη θέση στην ΕΕ με τεράστια απόκλιση από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Η ακρίβεια μειώνει σημαντικά την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού. Τον Οκτώβριο, μόνο η αύξηση της τιμής των εξόδων στέγασης, μεταφοράς, τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών μείωσε την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά 7,4%, ενώ οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας το πρώτο μισό του Νοεμβρίου αυξάνουν τη διάβρωση της αγοραστικής του δύναμης κοντά στο 10%.
Οι παρεμβάσεις που προτείνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Υπό το φως των εμπειρικών αυτών ευρημάτων το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει την άμεση υλοποίηση των εξής εισοδηματικών και δημοσιονομικών παρεμβάσεων:
– Να δοθεί άμεσα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021 με αναδρομική ισχύ από 1/9/2021. Ωστόσο, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση υπολείπεται κατά πολύ της μέχρι σήμερα απώλειας της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από το κύμα ακρίβειας.
– Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από 1/1/2022. Σε διαφορετική περίπτωση οι εργαζόμενοι θα γίνουν θύματα μιας πολιτικής επιλογής αναδιανομής τους εισοδήματος σε βάρος τους και επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου.
– Είναι επίσης πολύ σημαντικό το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων αλλά και των νέων κλαδικών συμβάσεων, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αγοραστικής δύναμης του συνόλου των εργαζομένων.
– Τέλος, πρέπει να μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια. Αν το μέτρο δεν επαρκεί για να σταθεροποιήσει τις τιμές και τις εισοδηματικές απώλειες, να μειωθεί ο ΦΠΑ στην ενέργεια για τα νοικοκυριά.