Ο πολυετής συλλογικός αγώνας των εργαζομένων στα Λιπάσματα Καβάλας δικαιώνεται με νέα Δικαστική Απόφαση – ορόσημο για την εργατική προστασία από τους επιχειρηματικούς λαβύρινθους (του Ομίλου Λαυρεντιάδη) και τη (διαχρονική) Κυβερνητική ευθύνη για την ανοχή τους, με το λόγο τώρα να τον έχει η ποινική δικαιοσύνη ώστε να προστατευθεί η κοινωνία από τέτοιου είδους πρακτικές.
Η ΓΣΕΕ χαιρετίζει τη δικαίωση του επίμονου και επίπονου αγώνα των εργαζομένων στα Λιπάσματα Καβάλας, που έρχεται εκ νέου με την υπ’ αριθμ. 188/2022 Δικαστική Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η οποία ακυρώνοντας τις πρώτες ομαδικές απολύσεις, μετά την τελευταία τροποποίηση του Ν. 1387/1983, αποτελεί σταθμό για τα νομολογιακά δεδομένα, ενώ η υπόθεση αναμένεται να λάβει και νέες διαστάσεις, δια της παραπομπής της στην ποινική Δικαιοσύνη.
Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες των Λιπασμάτων Καβάλας με ατομικό σθένος και συλλογική πυγμή παλεύουν από το 2016, υπό την απειλή «αντιποίνων», σ΄ έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο παρένθετων εταιρειών, ο οποίος με τη διαχρονικά ανεπίτρεπτη Κυβερνητική ανοχή, διαρκώς διογκώνεται, συνθέτοντας έναν επιχειρηματικό τακτικισμό, που, πέραν του ότι είναι καταφανώς καταχρηστικός, χρήζει, πλέον, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης και ποινικής διερεύνησης.
Ο αγώνας των συναδέλφων μας στην Καβάλα, δίνει στη φαρέτρα των εργατικών αγώνων μία απόφαση – σταθμό, με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο εργασιακός δεσμός μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου δεν αποκόπτεται μέσω της εμφάνισης παρένθετων εταιρειών, η δημιουργία των οποίων συνιστά κακόπιστη εργοδοτική στρατηγική αποποίησης κάθε είδους ευθύνης από την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στην περίπτωση αυτή συντρέχει μη ανεκτή από την έννομη τάξη κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, η οποία δεν δύναται να οδηγήσει σε απεμπόληση εργασιακών δικαιωμάτων και παράκαμψη της συνδικαλιστικής προστασίας. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ομαδικές απολύσεις, με το πρόσχημα της έλλειψης παραγωγικής δραστηριότητας και της ανυπαρξίας θέσεων εργασίας.
Στη δημοσιευθείσα μάλιστα απόφαση, ρητώς καταλογίζεται ως ουσιώδης πλημμέλεια του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.) του Υπουργείου Εργασίας, το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε το μείζον ζήτημα της χρήσης παρένθετων εταιρειών, αλλά εκρίθη ότι η υποχρέωση ενημέρωσης του εργοδότη εξαντλήθηκε στην παροχή οικονομικών στοιχείων, χωρίς να εξεταστεί σε βάθος το αν υπό το ένδυμα άλλου νομικού προσώπου διατηρήθηκαν οι επίδικες θέσεις εργασίας.
Πρόκειται για κρίση ιδιαίτερης σημασίας, που προσδιορίζει την έννοια της υποχρέωσης για πληροφόρηση, η οποία βαρύνει τον εργοδότη σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, που εκ του νόμου προσεγγίζεται με διττό τρόπο, συνιστάμενο τόσο στην απαρίθμηση συγκεκριμένων στοιχείων όσο και στη θέσπιση γενικής ρήτρας, επιτάσσουσας τη χορήγηση κάθε χρήσιμης πληροφορίας, ειδικώς κάθε φορά προσδιορισθείσας.
Η διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων δεν είναι μία τυπική διαδικασία, η οποία εξαντλείται σε «check list» προσκομιζόμενων εγγράφων. Για την εγκυρότητα των διαβουλεύσεων στις ομαδικές απολύσεις απαιτείται η προσκόμιση των χρήσιμων κάθε φορά πληροφοριών, εκ των οποίων συνάγεται η αναγκαιότητα των απολύσεων. Όταν δε η παραγωγική δραστηριότητα συνεχίζει να υπάρχει και να αναπτύσσεται μέσω παρένθετων εταιρειών, τέτοια αναγκαιότητα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει και το Α.Σ.Ε. υποχρεούται τούτο και να το διερευνήσει και να το διαγνώσει.
Στην υπό κρίση υπόθεση δυστυχώς οι συνάδελφοί μας εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει μάρτυρες και θύματα της απογύμνωσης της εργατικής νομοθεσίας από προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις, της κακής νομοθέτησης που στερεί από τους εργαζόμενους την απαιτούμενη νομική ασφάλεια προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και της καρικατούρας των διαδικασιών για τις ομαδικές απολύσεις στο Υπουργείο Εργασίας. Παρά ταύτα η Δικαιοσύνη, έχοντας τον τελευταίο λόγο, αποδίδει το Δίκαιο.
Η ΓΣΕΕ στάθηκε δίπλα στο σωματείο των εργαζομένων από την πρώτη στιγμή, ασκώντας παρέμβαση υπέρ της εργατικής πλευράς έζησε και στη δικαστική αίθουσα το εκδικητικό μένος του εργοδότη κατά των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων, με απώτερο στόχο τη διάλυση του εργατικού σωματείου, ώστε να «τελειώσει» μια και καλή ο εργατικός αγώνας και η αποκάλυψη μέσα από αυτόν μίας οικονομικής και κοινωνικής θηριωδίας. Αυτήν τη θηριωδία, από την έναρξη της συγκεκριμένης υπόθεσης «υποσχέθηκαν» όλες οι Κυβερνήσεις να την σταματήσουν.
Όμως οι φωτογραφίες κυβερνητικών παραγόντων με τους εργαζόμενους και τα χτυπήματα στην πλάτη, δεν αποτελούν την απαιτούμενη κρατική παρέμβαση για την περιφρούρηση, όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και του γενικού συμφέροντος από κακουργηματικές απάτες, για τις οποίες η υπόθεση παραπέμπεται πλέον στην ποινική Δικαιοσύνη.
Η ΓΣΕΕ παραμένει δίπλα στους εργαζόμενους της μοναδικής Λιπασματοβιομηχανίας της Χώρας, παλεύοντας μέχρι την τελική δικαίωσή τους, επιδιώκοντας πάντα τη διατήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων και την επικράτηση και ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ