Το 1922 αφού είχε συντελεστεί η καταστροφή του Θρακικού, Ιωνικού, Ποντιακού Ελληνισμού και η έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα ήταν η σκληρή πραγματικότητα, ο Κεμάλ μιλούσε στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση λέγοντας η «πλήρη εκκένωση του εχθρού από κάθε τμήμα του έθνους μας είναι γεγονός».
Η ανακωχή των Μουδανιών όριζε ότι έπρεπε να συγκληθεί διεθνής συνδιάσκεψη για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Το πρώτο θέμα που απασχόλησε ήταν το ποιες χώρες θα προσκαλούνταν στις διαπραγματεύσεις, εκ των πραγμάτων η Αγγλία, η Γαλλίας και η Ιταλίας, ήταν παρούσες, οι Η.Π.Α πήραν μέρος ως παρατηρητές, η παρουσία αντιπροσώπων της Σοβιετικής Ένωσης αφορούσε μόνο το ζήτημα των Στενών, ενώ έλαβαν μέρος και η Ιαπωνία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία.
Αντιπρόσωποι της Ελλάδας στη διάσκεψη ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Δημήτριος Κακλαμάνος, πληρεξούσιος Υπουργός στο Λονδίνο, ενώ από την Τουρκία ήταν ο Ismet Pasa,Υπουργός των Εξωτερικών και βουλευτής Αδριανουπόλεως,ο πρώην βουλευτής Τραπεζούντας Hassan Bey και ο Riza Nour Bey Υπουργός Υγείας και βουλευτής Σινώπης.
Οι κεμαλικοί που ήταν πλέον η μοναδική και αδιαμφισβήτητη δύναμη εξουσίας στην πρώην οθωμανική επικράτεια και ο de facto, συνομιλητής στη Λωζάννη αντιτάξανε το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους», συνεχίζοντας, την εθνικιστική δυναμική που είχε αναπτυχθεί με το Κίνημα των Νεότουρκων. Η τουρκική αντιπροσωπεία δεν ερχόταν στη Λωζάννη για να υπογράψει μια συμφωνία που θα την υπαγόρευαν οι μεγάλες δυνάμεις,αλλά να διαπραγματευτεί μια συνθήκη πάνω στην αρχή του κεμαλικού κράτους και την εδραίωση του τουρκισμού.
Οι αξιώσεις του Κεμάλ απέναντι στην Ελλάδα ήταν πολεμικές αποζημιώσεις, παραχώρηση της Δυτικής Θράκης, κατάργηση του στόλου, απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έξωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και όσων ζούσαν ακόμη στη Μικρά Ασία.
Στις 8 /20 Νοεμβρίου 1922, αρχίζει η διάσκεψη της Λωζάνης, εκείνη την εποχή ζούσαν ακόμη στη Μικρά Ασία 400.000 Έλληνες, την Κωνσταντινούπολη 300.000 και στον Πόντο 100.000 εκτός τους κρυπτοχριστιανούς και διήρκησε 9 μήνες με ενδιάμεση διακοπή 75 ημερών, καταλήγοντας στη υπογραφή στις 24 Απριλίου 1923. O Υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Κόρζον, γνωστός και ως «λόρδος των πετρελαίων της Μοσούλης», πρότεινε τη δημιουργία τριών επιτροπών, την πολιτική που θα συζητούσε τα εδαφικά προβλήματα στην οποία πρόεδρος ορίστηκε ο ίδιος, η οικονομική που θα εξέταζε το πρόβλημα του χρέους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,όπου πρόεδρος διορίστηκε Γάλλος αντιπρόσωπος και η νομική που θα ασχολούταν με το θέμα των μειονοτήτων, στην οποία πρόεδρος ορίστηκε Ιταλός διπλωμάτης.
Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπεγράφη η Ελληνοτουρκική σύμβαση και το πρωτόκολλο «περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», σύμβαση η οποία ενσωματώθηκε στη συνέχεια στη Συνθήκη της Λωζάννης. Έτσι ανταλλάχθηκαν 1.500.000 Έλληνες Έλληνες ορθόδοξοι, με 460.000 μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους. Η ανταλλαγή έγινε στη βάση του θρησκεύματος και γι΄αυτό και δεν ανταλλάχθηκαν οι Έλληνες του Πόντου που εξισλαμιστεί βίαια και παραμένουν μέχρι σήμερα στην περιοχή.
Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, 390.000 επί συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης 1.000.000, οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου (12.000) και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (περίπου 100.000).
Στη Λωζάννη υπήρξε μια αδιάκοπη συναλλαγή μεταξύ όλων των συμβαλλομένων που αποσκοπούσε κύρια στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Συμμάχων -Μεγάλων Δυνάμεων, ανταλλάχθηκαν και ταυτίστηκαν τα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα της Δύσης με αυτά, του ανανεούμενου με κεμαλικές μορφές πρώην κρατικού οθωμανικού κατεστημένου αγνοώντας την ιστορία και τη θέληση των λαών.
Η συνθήκη της Λωζάννης, «ένας διεθνής αγώνας δρόμου για το πετρέλαιο», η συνθήκη που μύριζε «αίμα και πετρέλαιο», «το μεγαλύτερο παζάρι του αιώνα», «πετρέλαιο και δόξα στη Λωζάννη»,«οι δεσμεύσεις της Βρετανίας στη Μεσοποταμία και τα πετρέλαια», όπως έγραψαν χαρακτηριστικά και εφημερίδες της εποχής.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Loyd George με σφοδρότητα κατήγγειλε τη συνθήκη «ως κορύφωση της αδικίας και μέγιστο κακό για ολόκληρη την ανθρωπότητα» και πως «… ουδείς υποστηρίζει ότι η συνθήκη αυτή αποτελεί έντιμον ειρήνην. Δεν είναι απλώς ειρήνη. Η πυρπόλησις της Σμύρνης και η ψύχραιμος σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων εν τω εσωτερικώ της Μικράς Aσίας και στον Πόντο αποδεικνύει ότι ο Tούρκος παραμένει πάντοτε ο ίδιος».
O πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη G.Horton έγραψε ότι «…την εποχή των συνδιασκέψεων στη Λωζάννη αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της σε συμφωνία,υποστήριξα δημοσίως ότι οι αμερικανικές αποστολές στο εξωτερικό έπρεπε να αντιδράσουν σ’ σ’ αυτήν την άθλια συνθήκη…όσοι συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης είχαν αποφασίσει να ενεργήσουν με γνώμονα την προτασία των πετρελαικών συμφερόντων τα οποία και πρωταγωνιστούσαν παρασκηνιακά. Πρόθυμα δηλώνω και υποστηρίζω ότι οι εξελίξεις που κατέστησαν δυνατή την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης καθορίστηκαν από τα πετρελαϊκά συμφέροντα. Στον αγώνα δρόμου που έγινε για το ποιος θα εξασφάλιζε πρώτος την εύνοια της Τουρκίας,το νήμα κόπηκε από Αμερικανούς. Αντικείμενο όλων των διαπραγματεύσεων ήταν η Μοσούλη και το δικαίωμα για μια θέση στα πετρέλαια».
Η συνθήκη της Λωζάννης κατήργησε ουσιαστικά τη συνθήκη των Σεβρών (1920),η οποία όπως και η συνθήκη των Βερσαλλιών επισφράγιζαν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.Είναι όμως γνωστή η αποκαλούμενη τάση του ρεβιζιονισμού που ακολούθησε ορισμένες χώρες κατά τον μεσοπόλεμο με πρώτη τη Γερμανία και με σκοπό να ανατρέψουν τα αποτελέσματα του Α’ παγκοσμίου πολέμου, γι’ αυτές,μια αποτυχημένη πολιτική που στο τέλος οδήγησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.Αυτό όμως που δεν πέτυχαν οι Ευρωπαϊκές χώρες που ηττήθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,το πέτυχε η Τουρκία το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάννης με κατ΄εξοχήν αναθεωρητική πολιτική.
Για τον κεμαλισμό «η συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί ουσιαστικά διεθνή αναγνώριση των διεκδικήσεων όπως περιελήφθησαν στο Τουρκικό Εθνικό Συμβόλαιο» σημείωσε η εφημερίδα Μessagero προσθέτοντας ότι «…η Τουρκία ηττηθείσα κατά τον Παγκόσμιον Πόλεμον κατήγαγεν εν Λωζάννη αναμφισβήτητον διπλωματικήν νίκην».
Η πραγματικότητα είναι αυτή: Εδώ και εκατό χρόνια η συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί ένα πεδίο συνεχούς αναθεώρησης και παραβίασής της. Ήδη από το 1936 με τη συνθήκη του Μοντρέ καταργήθηκε το ανοχύρωτο των Στενών της Ίμβρου και Λήμνου. Δύο χρόνια μετά έγινε η προσάρτηση από του σαντζακίου του Iskenderum (Hatay) -Αλεξανδρέττας,όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν συριακής καταγωγής, με στόχο την πλήρη αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας και μάλιστα με ταυτόχρονη εξαφάνιση των λοιπών πλην της τουρκικής ομάδας, εθνοτήτων.
Στη συνέχεια διώχθηκε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, ενώ η Κύπρος και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Θράκη, είναι οι αποδείξεις αυτής της συνεχούς τάσης αναθεώρησης, έναντι του Ελληνισμού.
Υποστηρίχθηκε ότι μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, ο παντουρκισμός πέρασε ένα στάδιο ύφεσης, αφού ο Κεμάλ έστρεψε πλέον το ενδιαφέρον του στην κοινωνικο-οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας του και επί πλέον έδωσε έμφαση στον «τουρκισμό». Όμως ήθελε να αποκαταστήσει το κύρος των εννοιών Τούρκος-Τουρκία,να δημιουργήσει ένα ομοιογενές κράτος καλλιεργώντας ταυτόχρονα έναν εθνικισμό δυτικοευρωπαϊκού τύπου.
Παρ’ όλα αυτά όμως με τη δήλωση του,περί «οριστικού των συνόρων», δε συμφωνούσε ένα μεγάλο τμήμα του τουρκικού λαού. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να επικυρωθεί η συνθήκη της Λωζάνης αναγκάσθηκε ο Κεμάλ να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει νέες εκλογές. Παράλληλα, τα σύνορα που επέβαλλε η συνθήκη της Λωζάννης δε δέχονταν μεγάλο ποσοστό του κεμαλικού κατεστημένου, των ισλαμιστών, των οπαδών του παντουρκισμού και του παντουρανισμού, γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί μια νέα τουρκική αυτοκρατορία που θα αντικαθιστούσε την οθωμανική και γιατί θεωρούνταν ότι το τουρκικό έθνος είναι περιούσιο και έπρεπε να κυριαρχήσει στα άλλα.
Την εξέλιξη αυτής της συνεχούς αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας τη ζούμε σήμερα, μετά από εκατό χρόνια παραβιάσεων, εκατό χρόνια συρρίκνωσης του Ελληνισμού, εκατό χρόνια αμφισβήτησης της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και οι αντιγραφές του Ναζιστικού «Ζωτικού Χώρου», όπως είναι το «Στρατηγικό Βάθος» και η «Γαλάζια Πατρίδα», είναι οι εκφράσεις της.
*Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου.