Εάν σας έλεγα ότι σήμερα στην Ελλάδα, μετά από δέκα χρόνια βαθειάς οικονομικής κρίσης η ΔΕΗ ανήκει σε έναν σερβιτόρο απο τη Θεσσαλονίκη, τα Ελληνικά Πετρέλαια ανήκουν σε έναν ιδιοκτητη βουλκανιζατέρ απο τη Σκιάθο και το Ελ. Βενιζέλος σε μια πρώην καθαρίστρια του Δήμου Ανωγείων θα μου λέγατε οτι δεν ξερω τι λέω, γιατί αυτά δε γίνονται στην χώρα μας. Και θα ειχατε απόλυτο δίκιο.
Πάμε, όμως, να δούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου, πώς όλα αυτά έγιναν και μαλιστα πολύ προσφατα σε κοντινές μας χώρες, στις οποίες απλοί υπάλληλοι βρέθηκαν, μεσα σε λίγα χρόνια, να κατέχουν αμύθητες περιουσίες και σήμερα να τους ονομάζουμε Ολιγάρχες.
Το 1986, το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ ήταν η αφορμή για το τεράστιο κύμα αγανάκτησης των λαών σε όλες τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για την αποτυχία του Κομμουνισμού. Ανώτεροι Υπάλληλοι του Συστήματος από φόβο για προσωπικές κυρώσεις δεν ενημέρωναν τον τότε μεταρρυθμιστή Γενικό Γραμματέα της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, για το μέγεθος της καταστροφής, με αποτέλεσμα να μην παρθούν έγκαιρα προληπτικά μέτρα προστασίας και να εκτεθούν εκατομμύρια κάτοικοι της Ευρώπης σε θανάσιμη έκθεση στην πυρηνική ακτινοβολία.
Το γεγονός πυροδότησε ραγδαίες εξελίξεις και μεταξύ των ετών 1989-90 ο Κομμουνισμός κατέρρευσε πλήρως, μετά από σειρά ειρηνικών επαναστατικών κινημάτων. Η πρόκληση για την τεράστια αλλαγή που κλήθηκαν να εφαρμόσουν οι ανεξάρτητες πλέον χώρες και οι πολίτες τους ήταν σοκαριστική, καθώς θα έπρεπε να μεταβούν από τον ολοκληρωτικό κρατικό παρεμβατισμό στην ελεύθερη οικονομία.
Όσο ανώμαλη και οδυνηρή, όμως, ήταν η απότομη μετάβαση από τον Αυταρχικό Δεσποτισμό στον Κομμουνισμό, στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, άλλο τόσο σκληρή και ανελέητη ήταν η μετάβαση από τον Κομμουνισμό στην Δημοκρατία.
Μια κοσμογονία από ρυθμίσεις στους κανόνες Δημοσίου και Ιδιωτικού δικαίου, ιδιοκτησίας, αγοράς, κεφαλαίων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ, θα έπρεπε να γίνουν πολύ σύντομα, ώστε να επανέλθει η ζωή σε κανονικά επίπεδα.
Η μετάβαση αυτή δεν ήταν εύκολη και προκάλεσε μια δεκαετή περίπου περίοδο χάους, μέχρι να αρχίσουν να ομαλοποιούνται τα πράγματα. Μέχρι τότε η φτώχεια και η ανέχεια μάστιζε τους λαούς αυτούς. Εκατομμύρια οικονομικοί μετανάστες εγκατέλειψαν τις χώρες τους και έφτιαξαν τη ζωή τους στη Δύση.
Σήμερα 33 χρόνια μετά, αν κάποιος ερωτηθεί, αν πέτυχε η μετάβαση, η απάντηση, δυστυχώς, δε θα είναι θετική. Σε όσες χώρες η γεωγραφία στάθηκε ευμενής και εντάχθηκαν στους Δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς (ΕΕ-ΝΑΤΟ) η κατάσταση είναι καλύτερη απο πλευράς οικονομίας, δημοκρατικών θεσμών και ασφάλειας, ενώ στις άλλες η διαφθορά κυριαρχεί, η εξουσία και ο πλούτος είναι στα χέρια των λίγων, συνήθως αυταρχικών δικτατορικών καθεστώτων, που κυβερνούν με μια παρέα ολιγαρχών, με το λαό να υποφέρει.
Πώς όμως έγινε αυτή η μετάβαση και γιατί ο περισσότερος πλούτος μαζεύτηκε στα χέρια λίγων, που απο απλοί κρατικοί υπάλληλοι, βρέθηκαν να κατέχουν αμύθητες περιουσίες;
Η εξήγηση ειναι απλή και θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε με πολύ γενικές γραμμές.
Θα πρεπει να γνωρίζετε, εκ των προτέρων, το εξής: όλα έγιναν απολύτως νομότυπα, πλην όμως με δόλιο τρόπο, ενώ οι λαοί παρακολουθούν ανήμποροι να αντιδράσουν.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απο την αρχή για να κατανοήσουμε τη διαδικασία.
Στο σοσιαλισμό όλα τα μέσα παραγωγής, ο ορυκτός πλούτος, οι υποδομές, η βιομηχανία, η γη ανήκαν στο Κράτος. Όλοι είχαν δουλειά, οι αγρότες δούλευαν σε οργανωμένα κρατικά αγροκτήματα, καθώς η γη τους ειχε δημευτεί μέσω της κολεκτιβοποίησης και τωρα καθε χωριο αποτελούσε ενα κολχοζ. Οι εργάτες δούλευαν στη βιομηχανία και ασφαλώς υπήρχαν και ολες οι υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες, όπως τράπεζες, νοσοκομεία, λιμανια, αεροδρόμια, κλπ, και απασχολούσαν αντίστοιχα άλλους υπαλλήλους.
Φυσικά σε αυτό το σύστημα παρόλο που όλοι ήταν κρατικοί υπάλληλοι, κάποιοι ήταν απλοί εργάτες, καποιοι υψηλά στελέχη επιχειρήσεων και οργανισμών και άλλοι πολιτικά και κομματικά στελέχη.
Η βασική λειτουργία καθε κοινωνίας ειναι η οικονομία, και ο κομμουνισμός δε θα μπορούσε να ξεφύγει απο αυτό. Με τη μόνη διαφορά οτι δεν υπήρχε κυκλοφορία χρήματος. Σχεδόν όλα γινόντουσαν με εικονικό χρήμα μέσω εγγράφων.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα για να το κατανοήσουμε.
Ένα κολχόζ και μια βιομηχανία. Το Κολχόζ αποτελούνταν απο τη κατεσχεμένη γη, τα μηχανήματα, τις υποδομές (στάβλοι, ζώα, αχερώνες, αποθήκες) και τους αγρότες που δούλευαν εκει. Οι άνθρωποι εκεί είχαν διαφορετικά καθήκοντα, όπως επιστάτες, χειριστές μηχανημάτων, κτηνοτρόφοι, εργάτες κλπ.
Οι επικεφαλής των κολχόζ ζητούσαν απο το κράτος καθε χρόνο τα απαραίτητα για να λειτουργήσουν, όπως σπόρους, μηχανήματα, πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κτίσιμο αποθηκών κλπ και ειχαν την υποχρέωση να παράγουν συγκεκριμένα προϊόντα και να τα παραδίδουν όπου εντέλλονταν.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία δε χρησιμοποιούσε κανείς χρήματα απο καποιο κουμπαρά που του ανήκε. Όλες οι συναλλαγές γινόντουσαν εικονικά μεσω της γραφειοκρατίας. ΠΧ τα λιπάσματα ερχόντουσαν απο το αντίστοιχο εργοστάσιο, χωρις να δώσει κανεις χρήματα και να γνωρίζει πόσο κόστισαν. Αντίστροφα τα παραγόμενα αγαθά παραδίδονταν στα εφοδιαστικά κέντρα, για να φτάσουν στους καταναλωτές, χωρίς κάποια χρήματα να μπαινουν σε έναν κουμπαρά του κολχόζ.
Το ίδιο ισχύει και στη βιομηχανία και στα άλλα εργοστάσια. Η διοίκηση έπαιρνε εντολές απο την κεντρική κυβέρνηση για τη ποσότητα της παραγωγής, φρόντιζε να ζητήσει τις απαραίτητες πρώτες ύλες και η παραγωγή εξασφαλιζόταν με την εργασία των εργατών. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπήρχε διακίνηση χρήματος.
Η παραγωγή έπρεπε να καλύπτει τις ανάγκες.
Φυσικά κάπου εκει μεσα υπήρχαν και τα χρήματα. Το κράτος μάζευε όλα τα κέρδη απο καθε παραγωγική δραστηριότητα και στο τέλος μοίραζε απο ενα κεντρικό ταμείο, μισθούς στο λαό, ώστε να αγοράζει τα διάφορα καταναλωτικά αγαθά (ψωμί, κρέας, ηλεκτρικές συσκευές κλπ). Οι μισθοί καθορίζονταν απο το κράτος και εξασφάλιζαν ενα σχετικό επίπεδο ζωής. Οι διάφορες στο ύψος των μισθών ήταν μικρές.
Όλη αυτή η διαδικασία, που περιγράφηκε σε πολύ γενικές γραμμές είχε δυο πολύ βασικές δομικές αδυναμίες. Πρώτον κανείς δεν ενδιαφερόταν να παράξει καλύτερο προϊόν απο κάποιον άλλον, καθώς δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Δεν είχε σημασία, αν ένα παπούτσι ήταν όμορφο ή άσχημο, χοντροκομμένο ή λεπτόγουστο, αν ενα μηχάνημα ηταν τεχνολογικά προηγμένο ή όχι, αν κατανάλωνε πολύ ή λίγη ενέργεια, αν ειχε αυξημένη παραγωγική δυνατότητα ή όχι, αν ενα αυτοκίνητο ηταν όμορφο ή οχι. Θα πουλιόταν, ούτως ή άλλως, καθώς δεν υπήρχαν επιλογές ή ακόμη χειρότερα η προσφορά ηταν περιορισμένη, ειδικά σε προϊόντα τεχνολογίας (αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ).
Η δεύτερη δομική αδυναμία ήταν το θέμα της κοστολόγησης καθώς δεν υπήρχε συναλλαγή χρήματος. Κανείς δεν ήξερε πόσο κοστίζει η παραγωγή ενός προϊόντος και πόσο θα έπρεπε να πουλιέται, ώστε να ειναι συμφέρουσα η παραγωγή του και κανέναν δεν ενδιέφερε κατι τέτοιο.
Τα δυο παραπάνω οδήγησαν σε αλόγιστη εκμετάλλευση πρώτων υλών, ανθρώπινου δυναμικού και πόρων, με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα τα προϊόντα να μείνουν τεχνολογικά απαρχαιωμένα σε σχέση με τα αντίστοιχα του υπόλοιπου κόσμου, ακριβότερα και ακαλαίσθητα.
Τα γεγονότα αυτά όμως δεν ανησυχούσαν τις κεντρικές κυβερνήσεις. Η κοστολόγηση των αγαθών γινόταν σύμφωνα με την εκτίμηση κρατικών υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν ως γνώμονα τους μισθούς που δίνονταν. Ένα ζευγάρι παπούτσια πχ θα έπρεπε να πωλούνται δέκα ρούβλια, γιατί ο μισθός του εργάτη ήταν εκατό. Το αν το ζευγάρι αυτό κόστιζε είκοσι ή τριάντα ρούβλια για να κατασκευαστεί δεν απασχολούσε κανέναν.
Αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας ήταν η τεχνολογική υστέρηση ή στασιμότητα όλων των προϊόντων, καθώς κανείς δεν ενδιαφερόταν να προσφέρει καλύτερο και φθηνότερο προϊόν, ώστε να ειναι ανταγωνιστικότερο στη χώρα του αλλά και στο εξωτερικό.
Το σύστημα αυτό οδήγησε τους ανθρώπους να μην ενδιαφέρονται, για να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο με την επιμονή και την εργατικότητά τους. Η μόνη διέξοδος σχετικής οικονομικής ανόδου ήταν να ενταχθεί στο κόμμα και να εξελιχθεί ως ανώτερος υπάλληλος ενός οργανισμού ή υπηρεσίας για να έχει καλύτερο σπίτι από τους υπόλοιπους ή πρόσβαση σε ορισμένα αγαθά και καταστήματα που προορίζονταν για την κομματική νομενκλατούρα.
Το όλο σύστημα, έτσι όπως ήταν δομημένο, ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει σε κρίσιμες καταστάσεις (πόλεμος, θεομηνίες, οικονομικές κρίσεις, μποϋκοτάζ κλπ) αλλα δε μπορούσε να λειτουργήσει σε ενα σύστημα παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, ακόμη και αν αυτές τις χώρες ειχαν συστήσει τον δικό τους οικονομικό οργανισμό (Κομεκόν), αντίστοιχο της τότε ΕΟΚ.
Όταν κατέρρευσε το συγκεντρωτικό αυτό σύστημα όλα τινάχθηκαν στον αέρα καθώς οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε να δουλεύουν με χρήμα το οποίο θα έπρεπε να διαθέτουν.
Το κολχόζ θα έπρεπε να έχει χρήματα, για να εξασφαλίζει τα αναγκαία, ώστε να προχωρήσει στην παραγωγή, τα εργοστάσια να αγοράσουν πρώτες ύλες, μηχανήματα και ούτω καθεξής.
Υπήρξε, λοιπόν, ένα σοκ, καθώς το χρήμα το διέθεταν μόνο οι κρατικές τράπεζες και όχι οι διάφοροι φορείς παραγωγής. Για να λυθεί το θέμα αρχικά δόθηκαν μικρές οικονομικές ενέσεις ώστε να μην καταρρεύσει πλήρως η παραγωγή, και να συνεχίσει μέχρι οι επιχειρήσεις να λειτουργήσουν μόνες τους από τα κέρδη τους. Όμως εκεί προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα. Όταν τα προϊόντα τιμολογήθηκαν οι τιμές εκτοξεύτηκαν και έγιναν μη ανταγωνιστικά από αντίστοιχα φτηνά και καλύτερα προϊόντα που κατέκλυσαν την αγορά από τις εισαγωγές. Η παραγωγή έμενε αδιάθετη.
Οι επιχειρήσεις φαλίρισαν και δε μπορούσαν να πληρωθούν οι μισθοί. Παραγγελίες δεν υπήρχαν, χρήμα για επενδύσεις δεν υπήρχε και επικράτησε μια οδυνηρή περίοδος φτώχειας. Ο λαός είχε φτάσει σε απόγνωση. Όσοι μπόρεσαν να φύγουν στο εξωτερικό το έκαναν.
Αυτή ηταν η στιγμή που άρχισε να εφαρμόζεται το μεγάλο colpo grosso της κομματικής νομενκλατούρας για τη μεγαλύτερη ληστεία στην παγκόσμια ιστορία. Ένα κόλπο απλό, νομιμοφανές, ανάλγητο και αποτελεσματικό.
Μπήκε σε εφαρμογή ενα ευρύ σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων ώστε όλες οι παραγωγικές μονάδες να δοθούν στα χέρια των υφιστάμενων εργαζομένων οι οποίοι πήραν ανάλογα μερίδια ο καθένας. Αν δηλαδή μια επιχείρηση είχε 1000 εργαζόμενους, μοιράστηκαν 1000 μετοχές ισης αξίας. Η φαινομενικά αυτή δίκαιη και νομιμοφανή λύση, στην πράξη ήταν μια καλοστημένη απάτη και θα δούμε γιατί.
Η καλλιεργήσιμη γη μοιράστηκε στους απογόνους των αγροτών απο τους οποίους είχε κατασχεθεί στα χρόνια της κολεκτιβοποίησης.
Όμως τα προβλήματα των αγροτών ήταν τεράστια. Πρώτον ο καθένας πηρε μια πολύ μικρή έκταση γης, δεύτερον κάνεις δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράσει γεωργικά μηχανήματα να την καλλιεργήσει και τρίτον κανείς δε διέθετε χρήματα, για να ξεκινήσει μια νέα καλλιεργητική χρονιά. Οι περισσότεροι αγρότες παράτησαν τη γή και μετανάστευσαν σε μεγάλες πόλεις ή στο εξωτερικό. Στα επόμενα χρόνια, η γη αυτή πουλήθηκε για ένα κομμάτι ψωμί ή πέρασε σταδιακά με τη μέθοδο της χρησικτησίας σε λίγους νέους γαιοκτήμονες.
Παρομοίως οι βιομηχανίες δεν είχαν πρόσβαση σε χρήμα για πρώτες ύλες, επενδύσεις και μισθούς. Εφόσον οι μικρο-μεριδιούχοι δεν είχαν τη δυνατότητα χρηματοδότησης απο τις τράπεζες για τα ανωτέρω οδηγήθηκαν σταδιακά στην πτώχευση. Επίσης, καμία ξένη επένδυση δεν έμπαινε στη διαδικασία διαπραγμάτευσης αγοράς αυτών των μετοχών καθώς οι περισσότερες εταιρείες είχαν παρωχημένο τεχνολογικό εξοπλισμό και το μονο που άξιζε απο αυτές ήταν η γη που κατείχαν και τα κτίρια. Σε αυτή την χρονική στιγμή άρχισαν οι μικρο-μεριδιούχοι να πουλάνε τα μερίδιά τους για να επιβιώσουν. Ποιός όμως θα μπορούσε να τα αγοράσει;
Mονο όσοι είχαν πρόσβαση στις τράπεζες που χρηματοδοτούσαν με αδιαφανείς διαδικασίες, (εκβιασμοί, δωροδοκίες, πολιτικές επεμβάσεις, στημένους διαγωνισμούς) πρώην αξιωματούχους του κόμματος που γνώριζαν πως κινείται το σύστημα και ήταν οι ίδιοι οι γνωστοί τους ακόμη μέσα στο σύστημα, εξασφάλιζαν δάνεια και με τη σειρά τους αγόρασαν τα μερίδια των υπόλοιπων σε εξευτελιστικές τιμές.
Με αυτές τις δόλιες μεθοδεύσεις οι εκτάσεις γης πέρασαν σε λίγους γαιοκτήμονες, αλλά και όλες οι επιχειρήσεις σταδιακά περάσαν σε χέρια των λίγων. Ένας ασύληπτα τεράστιος πλούτος πέρασε απο την ιδιοκτησία του κράτους, απο τα χέρια του λαού, στην τσέπη λίγων, των λεγόμενων Ολιγαρχών.
Σάκης Παρασκευόπουλος
Απόστρατος Αξιωματικός Π.Α.