ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΛΙΠΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

Άρθρα

Στις 27 Ιουλίου του έτους 1944, ημέρα τον Αγίου Παντελεήμονα, στις 9 π.μ. ήλθε στο Λιπαρό μια ένοπλη διμοιρία Γερμανών και Ταγματασφαλιτών. Εν τω μεταξύ οι ειδήσεις έφθαναν από τα διάφορα μέρη της Ελλάδος, ότι από όπου περνούσαν προέβαιναν σε συλλήψεις, κακοποιήσεις, φόνους και ομαδικές εκτελέσεις πολιτών, όπως στα Καλάβρυτα, στους Πύργους και στο Μεσόβουνο Κοζάνης, στο Δίστομο Βοιωτίας, στο Λιδωρίκι Φωκίδος και σε άλλα μέρη, με εκατοντάδες θύματα.

Λίγες ημέρες ενωρίτερα μία ομάδα ανδρών αντιστασιακών από το Λιπαρό είχε μεταβεί στον οικισμό του Αγίου Λουκά και είχε πυρπολήσει σπίτια Ταγματασφαλιτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κώστας Δονούλης, Γιώργος Ευαγγέλου, Στάθης Τσελεγγίδης και Γιώργος Ξένος. Μερικά από τα πρόσωπα αυτά αναγνωρίστηκαν και είναι προφανές ότι η ανωτέρω άφιξη Γερμανών και Ταγματασφαλιτών έγινε με πρόθεση αντιποίνων.

Εν τω μεταξύ η είδηση για την άφιξη της ανωτέρω διμοιρίας στο Λιπαρό έφθασε γρήγορα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι αμέσως αποφάσισαν να στείλουν μια δική τους διμοιρία να αναμετρηθεί μαζί τους. Η απόφαση τους ήταν μεν γρήγορη, πλην όμως σοβαρά λαθεμένη, γιατί δεν εκτίμησε σωστά την δύναμη των αντιπάλων, που είχαν την δυνατότητα για ενισχύσεις ανδρών και πολεμοφοδίων από κατοχικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Κρύα Βρύση και δεν στάθμισε τις συνέπειες που θα είχε το τέλος της μάχης από την άποψη των αντιποίνων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. 

Πριν από τη μάχη η ναζιστική διμοιρία είχε συγκεντρώσει με την βία πολλούς κατοίκους στην πλατεία του χωριού και είχε συλλάβει τον Εβραϊκής καταγωγής Μωύς Αττάς, στον οποίο είχαν περάσει χειροπέδες. Κατά τις 11.30 π.μ. έφθασε μια διμοιρία 25 ανδρών του ΕΛΑΣ και οι άνδρες της κινούμενοι μέσα από τα χωράφια σε διάταξη μάχης, πλησίασαν στην πλατεία και άρχισε η ανταλλαγή πυρών. Όλοι όσοι βρίσκονταν στην πλατεία έντρομοι τράπηκαν σε φυγή προς τα γειτονικά σπίτια και μαζί τους ο Μωύς Αττας, ο οποίος διέφυγε με τις χειροπέδες και κατάφερε να κρυφτεί και να σωθεί.

H μάχη που άρχισε έτσι, κράτησε τέσσερεις ώρες. Αρχικά υπερείχαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι απώθησαν τους αντιπάλους έξω από το χωριό, προς την περιοχή της παλαιάς εκκλησίας. Εν τω μεταξύ, ενώ τα πολεμοφόδια των ανδρών του ΕΛΑΣ τέλειωναν και δεν είχαν κανένα ανεφοδιασμό και καμιά ενίσχυση, οι αντίπαλοι τους ανεφοδιάστηκαν και ενισχύθηκαν αριθμητικά με άλλους άνδρες που κατέφθασαν από Κρύα Βρύση και έγιναν διακόσιοι. 

Έτσι οι αντάρτες υποχώρησαν με απώλειες και η μάχη τέλειωσε με νίκη των Γερμανών και Ταγματασφαλιτών. Κατά την διάρκεια της μάχης έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι οι Αθανάσιος Αρμπατζίκης από τους Γαλατάδες, ο Σταμάτης Παπαδόπουλος από την Πέλλα και ο Καπετάνιος του ΕΛΑΣ Στέφανος Τσαλής από την Χαλκηδόνα. Επίσης έχασαν την ζωή τους οι άμαχοι Ιωάννης Καψάλης από τα Γρεβενά και ο συγχωριανός μας Κωνσταντίνος Ντάκας, καθώς και ένας άνδρας με άγνωστα στοιχεία ταυτότητας.

Αμέσως μετά οι Ταγματασφαλίτες με τηλεβόα καλούσαν όλους τους συγχωριανούς να έλθουν στην πλατεία του χωριού με την απειλή ότι όποιος θα βρεθεί στο σπίτι του θα τυφεκισθεί. Συγκεντρωθήκαμε όλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του χωριού. Εκεί ξεχώρισαν τους άνδρες τους οποίους πήραν κρατούμενους και τους μετέφεραν αρχικά στην Κρύα Βρύση και στη συνέχεια στις φυλακές της Βέροιας. Λίγες ημέρες αργότερα πραγματοποίησαν και άλλη επιδρομή στο χωριό και προέβησαν σε συλλήψεις.

Συνέλαβαν τους Αντώνη Μπουλαμάτση, Χρήστο Μίνδο, κοινοτικό Γραμματέα, τον Τραϊανό Μαγγανάρη, τον Δημήτριο Μάνθου από τους Γαλατάδες και τον Αθανάσιο Νικόλτση του Τρύφωνα. Όλοι άνδρες νέοι ηλικίας 25 έως 35 ετών, οικογενειάρχες, τους οποίους μετέφεραν στην Κρύα Βρύση, όπου τους εκτέλεσαν. 

Εν τω μεταξύ, στους κρατούμενους στις Φυλακές της Βέροιας συνέβη ένα άλλο γεγονός. Τις πρωινές ώρες μιας νύχτας του Αυγούστου άνδρες του ΕΛΑΣ εισέβαλαν στις Φυλακές για να ελευθερώσουν ένα συγκρατούμενο καπετάνιο και άνοιξαν τον θάλαμο του. Όσοι είχαν την τύχη να βρίσκονται μαζί του ελευθερώθηκαν κι αυτοί.

Σε αντίποινα όμως την άλλη μέρα όλοι οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί μετά από λίγες ημέρες μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδα της Γερμανίας, ως όμηροι. Εκεί, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες καταναγκασμού σε εργασία χωρίς την αναγκαία σίτιση, χωρίς άλλα ρούχα παρά μόνο με τα ίδια που είχαν συλληφθεί το καλοκαίρι, τα οποία φορούσαν και τον χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια, υπέστησαν πολλαπλούς βασανισμούς.

Μερικοί από αυτούς κατάφεραν με δυσκολία να επιζήσουν μέχρι την απελευθέρωση τους από τις συμμαχικές δυνάμεις και μετά από νοσηλεία και περιποίηση 3- 4 μηνών να αναρρώσουν και να επιστρέψουν στο χωριό . Ενώ οι άλλοι κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες δεν άντεξαν μέχρι την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων και έχασαν την ζωή τους. Επέστρεψαν δώδεκα από αυτούς.

Δεν επέστρεψαν δυστυχώς και έχασαν εκεί τη ζωή τους κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες οι Θωμάς Κρυουσής, Ιωάννης Κολυμπάρης του Ιωάννου, Δημήτριος Κολυμπάρης του Θωμά, Τραϊανός Γρόπαλης ή Δημητριάδης και ο Γεώργιος Γιώτας του Διονυσίου. Ήταν όλοι οικογενειάρχες με πολυμελείς οικογένειες.

Τα απάνθρωπα εγκλήματα που αναφέρθηκαν περιληπτικά και άλλα πολλά στην περιοχή των Γιαννιτσών και άλλα μέρη της Ελλάδος με εκτελέσεις ελλήνων πολιτών και λεηλασίες δημοσίων και ιδιωτικών περιουσιών, αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου των Ναζιστών σε όλη την Ευρώπη που στρέφονταν κατά της Ειρήνης και της ανθρωπότητας και που είχε σαν συνέπεια 40.000.000 νεκρούς σε όλο τον κόσμο.

Τελικά με την αντίσταση των Λαών και την συντονισμένη δράση των συμμαχικών δυνάμεων ηττήθηκαν οι στρατοί του Γ’ Ράιχ και υποτάχθηκαν στους συμμάχους. Οι νεκροί μας δεν γυρίζουν πίσω στη ζωή. Απαλύνει όμως λίγο τον πόνο μας εάν πούμε λίγα λόγια και για την τύχη τουλάχιστο των ανώτατων οργάνων του Ναζισμού. Του Οκτώβρη του 1945 οι συμμαχικές δυνάμεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου με την Βόρεια Ιρλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ένωση με την συμμετοχή και άλλων 17 χωρών μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα αποφάσισαν την συγκρότηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για να δικάσει τα ανώτατα όργανα του Ναζισμού για τα εγκλήματα τους.

Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χίμλερ, αρχηγός των ΕΣ-ΕΣ και ο Γκέμπελς, Υπουργός της Ναζιστικής Προπαγάνδας πρόλαβαν και αυτοκτόνησαν και δεν έδωσαν λόγο στο Δικαστήριο. Ο Στρατηγός Γκέρινγκ, αναπληρωτής του Χίτλερ, αυτοκτόνησε όταν άκουσε την καταδίκη του σε θάνατο με απαγχονισμό. Ο Λέι, στρατηγός των ΕΣ-ΕΣ αυτοκτόνησε στη Φυλακή. Το Διεθνές Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης που δημοσιεύθηκαν, συγκροτήθηκε από νομομαθείς που αντιπροσώπευαν τις πιο πάνω τέσσαρες μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις.

Οι τέσσερεις κατήγοροι απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον 25 ανώτατων οργάνων του Ναζισμού. Το Διεθνές Δικαστήριο μετά από διαδικασία πολλών μηνών την 1-10-¬1946 έβγαλε την απόφαση του με την οποία κήρυξε ενόχους για εγκλήματα κατά της Ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και επέβαλε βαρύτατες ποινές. Επέβαλε την ποινή του θανάτου με απαγχονισμό σε δώδεκα από αυτούς.

Την ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε δυο. Στους λοιπούς ενόχους επέβαλε διάφορες βαρύτατες ποινές κάθειρξης και απάλλαξε πέντε (5) από τους 25 κατηγορούμενους. 
Ο στυγερός εγκληματίας Γεώργιος Πούλιος, απότακτος Αντισυνταγματάρχης, υπεύθυνος για εκατοντάδες φόνους πολιτών, που έδρασε και στην περιοχή μας, δικάστηκε από Ειδικό Στρατοδικείο στη Θεσσαλονίκη και κρίθηκε ένοχος ως εγκληματίας πολέμου και του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου.

Οι γιορτές μνήμης πρέπει να γίνονται. Τα κακουργήματα πρέπει να παρουσιάζονται, ώστε να καταδικάζονται στην συνείδηση των ανθρώπων για να είμαστε βέβαιοι ότι δε θα βρεθούν μιμητές. 
Εμείς τιμούμε την μνήμη όλων αυτών των Θυμάτων του χωριού μας και εκείνων που έπεσαν μαχόμενοι την ημέρα της 27-7-1944 κατά των Ναζιστών και ευχόμαστε να μη γίνουν άλλοι πόλεμοι και να μη χάνονται άδικα οι ζωές των ανθρώπων.

Λιπαρό Ν. Πέλλας 
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Γ. ΓΙΩΤΑΣ 
Τ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ